- ἐνοιδίσκομαι
- ἐνοιδ-ίσκομαι,A = ἐνοιδέω, of vine-buds, Gal.12.187.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενοιδίσκομαι — ἐνοιδίσκομαι (Α) θαμιστ. τ. τού ενοιδέω (για τους βλαστούς τού αμπελιού) φουσκώνω, πρήζομαι … Dictionary of Greek